Στης Χρούπιστας Λιάκομ το παζάρι… (του Χρήστου Γιούτσου)

Posted by : Mr. Blog | 30 Σεπ 2012 | Published in

 Κάθε φορά που μπαίνουμε στο φθινόπωρο, έρχεται πάντα στον νου μου το πανηγύρι του Άργους Ορεστικού.

Έτσι, γυρίζει η θύμησή μου τότε, στα παιδικά μου χρόνια. Όταν ήμουν λοιπόν μικρός, ο πατέρας μου μ” έπαιρνε από το χέρι πηγαίναμε στο ΚΤΕΛ Καστοριάς και πέρναμε το λεωφορείο για να επισκεφθούμε το πανηγύρι.

Θυμάμαι τον εισπράκτορα με το γκρι του πηλίκιο να κόβει τα εισιτήρια και τον ελεγκτή στο Δισπηλιό να μαζεύει τα εισιτήρια γρήγορα -γρήγορα για να μην έχουμε καθυστέρηση στο σύντομο ταξίδι μας. Τότε βέβαια δεν μπορούσα να καταλάβω το οικονομικό νόημα εκείνου του πολύχρωμου παζαριού.

Εκείνο που μ” ενδιέφερε περισσότερο ήταν να δοκιμάσω και να γευτώ όσα περισσότερα σάμαλι και λουκουμάδες μπορούσα.

Εξ άλλου αυτή η προσδοκία αυτής της σιροπιαστής πανδαισίας με ανάγκαζε να είμαι φρόνιμος, υπάκουος, πειθαρχικός και να ακολουθώ τον πατέρα μου σφίγγοντας το χέρι του για να μην χαθώ στην κοσμοσυρροή.

Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωσα και μαζί με τα σιροπιαστά γλυκά χάθηκαν και τα γλυκά μου όνειρα.

Συνέχισα να πηγαίνω κάθε χρόνο στο πανηγύρι, βέβαια δεν χρειαζόμουν το ζεστό χέρι του πατέρα μου (αλήθεια πόσο το νοσταλγώ). Είχανε αλλάξει και τα γούστα μου, τα γλυκίσματα με τα σιρόπια αντικαταστάθηκαν με τα κοριτσίστικα βλέμματα και χαμόγελα καθώς και με τις μπύρες και τα σουβλάκια.

Το σημαντικότερο ήταν ότι άρχισα να καταλαβαίνω κάτι από οικονομία κάτι από “ψωροκώσταινα” κάτι από “φτωχομάνα”, μα πάρα πάνω απ” όλα, πόσο δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο στον απάνθρωπο καπιταλιστικό κόσμο.

Βέβαια είχε έρθει και η χούντα, ο χωροφύλακας παραφύλαγε και τα ξερονήσια ήταν γεμάτα από τους “εχθρούς του Έθνους» τους Αριστερούς.

Ο γύρος του θανάτου όμως “ψυχαγωγούσε” τους λάτρεις του πανηγυριού και οι κρίκοι πέφταν στα μπουκάλια συνεχώς για να κερδίζεις το ποτό μαζί με τη φιάλη αν ήσουν επιδέξιος στο σημάδι.

Μετά ήλθε η μεταπολίτευση, η ζωοπανήγυρη σταμάτησε να γίνεται γιατί πλέον τα αυτοκίνητα μπαίναν στην ζωή των ανθρώπων.

Ο κόσμος όμως έτρεχε για τις αγορές όλων των άλλων προϊόντων τα τελευταία όμως χρόνια δυσκολευόταν όλο και περισσότερο οικονομικά μια και οι τσέπες ήταν άδειες.

Τα πανηγύρια όμως δεν τελειώνουν ποτέ.

Γίνονται κάθε χρόνο στο Άργος, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στην Καρδίτσα, στο Αμύνταιο, σ” όλη την Ελλάδα.

Κάθε Σεπτέμβρη στήνονται οι πάγκοι, αραδιάζουν πάνω τα πλαστικά παιχνίδια και ρούχα και στα σχοινιά κρέμονται νάιλον κάλτσες, κιλότες, και ζωστήρες.

Οι αργόσχολοι περνοδιαβαίνουν χαζεύοντας δεξιά και αριστερά. Οι μικροί μπόμπιρες λιγουρεύονται τα σιροπιαστά γλυκά όπως έκανα και εγώ πριν πολλά χρόνια και η ζωή συνεχίζεται. Καλές δουλειές λοιπόν στους ανθρώπους της ταλαιπωρίας του μόχθου και της εργασίας.

Καλά έσοδα και στο Δήμο του Άργους που τόσο ανάγκη τα έχει, έτσι όπως μας έκανε ο “Καλλικράτης”.

Η στήλη μας βέβαια αφιερώνει σ” όλους όσους τα επισκεφθούν ένα τραγούδι των Γιάννη Μαρκόπουλου και Κώστα Βίρβου από τον “θεσσαλικό Κύκλο”:

Αρχινάει στα Τρίκαλα Λιάκο μ” το παζάρι πάμε να πουλήσουμε κανα δυο σκουτιά, να με πάρεις τραχηλιά γόβες και ζωνάρι και μια τσίπα κόκκινη με χρυσά φλουριά.

Θα με πας στο τσίρκουλο για να δω τη Γκόλφω στον αράπη, στη μαϊμού, στη σκοποβολή.

Θα με πάρεις και γιουρντάνι να κρεμώ στο κόρφο και για σχόλες και γιορτή φούστα παρδαλή.

Θα με πας και για χορό Λιάκο μου λεβέντη σε κλαρίνα όμορφα σε γλυκά βιολιά και το βράδυ στο χωριό ύστερα απ” το γλέντι θα σου δώσω όσα θες χάδια και φιλιά.



εφ «ΚΑΣΤΟΡΙΑΝΗ ΕΣΤΙΑ»

ΦΩΤΟ: Στο πανηγύρι του Άργους Ορεστικού 1953

Αρχείο: Αντώνη Παπαδαμιανού