Τήν άποψη τής εξορίας αρχόντων στήν Καστοριά είχε ένισχύσει ένας στίχος άπό τήν κτητορική επιγραφή του άλλου σημαντικού μνημείου τής πόλης, του Αγίου Νικολάου, πού άνακαινίσθηκε καί τοιχογραφήθηκε (περ. 1164-1191 )μέ χορηγία του Νικηφόρου Κασνίτζη. Στήν έμμετρη κτητορική επιγραφή πού ακολουθεί τό λόγιο λογοτεχνικό ύφος
του 12ου αιώνα άναφέρεται ό Νικηφόρος τύχη μάγιστρο(ς) καί τουπίκλην Κασνίτζης ώς άφιερωτής του ναού στόν άγιο, ό όποιος πολλές δωρεές τοΰ παρείχε άπό τότε πού ήλθε εις τό κλαυθμώνος πέθον (sic). ‘Η έκφραση αύτή —σέ συνδυασμό μέ μιά πληροφορία τοΰ Κεδρηνοΰ πού θά σχολασθεί στή συνέχεια— είχε ερμηνευθεί ώς τόπος εξορίας καί συνδεθεί μέ τήν πόλη τής Καστοριάς, πού παρ’ όλες τίς σωστές καί επίμονες αμφισβητήσεις έχει παραμείνει στή συνείδηση των περισσότερων ερευνητών αλλά καί των άσχολουμένων μέ τήν πόλη καί τήν ιστορία της ώς τόπος εξορίας.
Θά πρέπει νά διευκρινισθεί ότι ή έκφραση κλαυθμών, άλσος κλαυθμώνος, κοιλάςκλαυθμώνος συναντάται στά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης ώς τόπος συνδεόμενος μέ θλιβερά γεγονότα τής εβραϊκής ιστορίας. Μιά πρόχειρη έρευνα στά κείμενα τής εποχής πού μάς απασχολεί βεβαίωσε ότι οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τήν έκφραση κοιλάς κλαυθμώνος κυρίως γιά νά δηλώσουν τήν επίγεια ζωή, όπως ό Γεώργιος Τορνίκης στόν λόγο «’Επί τώ θανάτω τής πορφυρογεννήτου κυράς ’Άννης τής Καισαρίσσης»: «εγώ δέ ούτε πενθήσων έρχομαι ού μόνον διά τήν απελθούσαν άπό τής του κλαυθμώνος κοιλάδοςμεταβάσανεις άγαλλίασιν ή ό Γρηγόριος Άντίοχος στόν επιτάφιο λόγο γιά τόν πατέρα του: καί σύ μέν χαίρεις, οίδα, τήν άνέκλειπτον καί μή παρερχομένην χαράν / έμέ δέ τής λύπης χωρίφ τή κοιλάδι του κλαυθμώνος έγκαταλέλοιπας».
“Αρα ή έκφραση κλαυθμώνος πέθον στην επιγραφή τού ‘Αγίου Νικολάου πού άντικατέστησε τήν κοιλάδα προφανώς γιά μετρικούς λόγους, όπως άλλωστε συνάγεται καί άπό τό υφος καί τό νόημα τής επιγραφής, υπονοεί πιθανότατα τήν έπίγεια ζωή, στή διάρκεια τής όποίας έτυχε πολλών δωρεών άπό τόν άγιο Νικόλαο ό μάγιστρος Νικηφόρος Κασνίτζης.
Η πληροφορία πού είχε στηρίξει τή σύνδεση του τόπου κλαυθμώνος τής Καστοριάς καί τοΰ τόπου εξορίας προέρχεται άπό ένα χωρίο τοΰ Κεδρηνοϋ, σύμφωνα μέ τό όποιο ή Ειρήνη ή ’Αθηναία (797-802) τόν δέ μάγιστρον καί Θεόδωρον πατρίκιον τόν Καμουλιανόν και ετέρους τών εν τέλει έξώρισεν εν Καϊστορία. “Οπως όμως απέδειξε ό G. Ostrogorsky δέν πρόκειται παρά γιά παρανόηση από τούς μελετητές τής φράσης εν Καϊστορία (λατ. quaestoriam) πού θά έπρεπε νά εννοηθεί ώς inquaestorio, δηλαδή στό ίδιο του τό σπίτι καί όχι στήν Καστοριά. Τήν πληροφορία ότι ό Καμουλιανός δέν στάλθηκε ποτέ στήν Καστοριά άλλά αντίθετα περιορίσθηκε στό σπίτι του επιβεβαιώνει καί ό Θεοφάνης, ό όποιος άλλωστε χρησίμευσε ώς πηγή γιά τή χρονογραφία τού Κεδρηνού.
‘Ο μάγιστρος επομένως Νικηφόρος Κασνίτζης, ό όποιος άπεικονίζεται προσφέρων τό ομοίωμα τής εκκλησίας στόν άγιο Νικόλαο μαζί μέ τή σύζυγό του ’Άννα, δέν υπήρξε εξόριστος στήν Καστοριά. ‘Ο προσδιορισμός τής θέσης του στήν πόλη μπορεί νά γίνει μέ βοηθητικά στοιχεία τή σημασία του ονόματος, του τίτλου καθώς καί τής ενδυμασίας αυτού καί τής ’Άννας. ‘Όπως άπεικονίζονται στόν ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, τά πολυτελή ενδύματα καί καλύμματα τής κεφαλής τής τελευταίας έρχονται σέ αντίθεση μέ τή λιτή ενδυμασία τοΰ Νικηφόρου, στήν όποία όμως ξεχωρίζει ένα κοσμημένο περιβραχιόνιο, ενδεικτικό ίσως τοΰ αξιώματος του. ‘Ο τίτλος τοΰ μαγίστρου στά τέλη τοΰ 12ου αιώνα δέν δηλώνει κάποιο συγκεκριμένο αξίωμα. Τό όνομα Κασνίτζης, σύμφωνα μέ τή ρίζα καί τήν κατάληξή του ύποδηλώνει σέρβική καταγωγή τοΰ Νικηφόρου, τοΰ όποιου ή ενδυμασία καί ό τίτλος δέν επιτρέπουν τή σύνδεση μέ τήν εκκλησιαστική ή αύτοκρατορική ιεραρχία, άλλά τόν κατατάσσουν, όπως άλλωστε καί τόν Θεόδωρο Λη- μνιώτη, στίς τάξεις μιας τοπικής αριστοκρατίας, πού ή ανάπτυξή της στήν Καστοριά εντάσσεται στά πλαίσια τής δομής τής μέσης καί ύστερης βυζαντινής πόλης καί σχετίζεται μέ τίς διοικητικές άλλαγές των Κομνηνών. Οι άρχοντες αύτοί ύπήρξαν οί φορείς τοΰ τοπικοΰ “patronage”, πού θά πρέπει νά συνδεθεί μέ ένα ισχυρό οικονομικό επίπεδο.
Οί πολιτιστικές εκφάνσεις στή ζωή των οικογενειών Αημνιώτη καί Κασνίτζη επιτρέπουν τήν τοποθέτησή τους εκτός άπό τήν επαρχιακή άριστοκρατία καί στό επίκεντρο ενός λόγιου κύκλου, πού προφανώς συνδέεται μέ παρόμοιους κύκλους τής Θεσσαλονίκης καί τής Κωνσταντινούπολης. Μένει νά διαπιστωθεί εάν καί κατά πόσον στά χρόνια των Κομνηνών ή Καστοριά —ή έως τώρα θεωρούμενη ώς τόπος εξορίας— είχε ένα διαμορφωμένο περιβάλλον πού εύνοοΰσε τήν άνάπτυξη τής τοπικής αριστοκρατίας καί τή σύνδεση μέ τά πνευματικά κέντρα τής εποχής.
Άπό τίς αρχές του φθινοπώρου τοΰ 1083, πού ό Αλέξιος A’ Κομνηνός άνακατέλαβε τήν Καστοριά άπό τούς Νορμανδούς, άρχισε γιά τήν πόλη μία περίοδος οικονομικής καί πολιτιστικής άκμής. Γιά τή διοικητική της κατάσταση οί πληροφορίες είναι ελάχιστες. Αξίζει πάντως νά σημειωθεί ότι κατά τό έτος 1153 ό αύτοκράτορας Μανουήλ διόρισε τόν Ανδρόνικο Κο- μνηνό στή μεγάλη θέση του δούκα Βρανιτζόβης καί Βελεγράδων, ενώ συγχρόνως του παραχώρησε καί τήν Καστοριά. Ή κίνηση αύτή του Μανουήλ ερμηνεύεται άπό τόν Κίνναμο ώς άποτέλεσμα τής τάσης του νά τιμήσει έμφανώς τόν Ανδρόνικο: εν γε μην τώ έμφανεί λαμπρώς αυτόν έδωρείτο καί υπέρ τούς άλλους έτίμα. Provincia Castoriae αποκαλείται ή περιοχή τής Καστοριάς στό ύπέρ τών Βενετών χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου τό 1198 σύμφωνα μέ τό όποιο οί Βενετοί μπορούσαν νά εμπορεύονται ελεύθερα σέ πολλές περιοχές τής αυτοκρατορίας. Άπό τή μνεία τής Καστοριάς στό χρυσόβουλλο αύτό υποθέτουμε ότι στήν πόλη ύπήρχε άξιόλογη εμπορική κίνηση ένισχυμένη άπό τήν παρουσία τών Βενετών. Άλλά εκτός άπό τούς περαστικούς Βενετούς εμπόρους στήν Καστοριά, οί ’Εβραίοι είχαν μόνιμα εγκατασταθεί καί δημιουργήσει μιά άνθούσα ελληνόφωνη κοινότητα. Τήν οικονομική δραστηριότητα στήν πόλη επιβεβαιώνει ή μαρτυρία τοΰ άραβα γεωγράφου τοΰ 12ου αίώνα Edrisi ότι ή Καστοριά ήταν τήν εποχή αύτή μιά πλούσια, εύχάριστη καί πολυάνθρωπη πόλη, πού στή λίμνη της ψάρευαν άφθονα ψάρια καί τήν περιέβαλλαν πολυάριθμα χωριά.
Τήν εμπορική άνάπτυξη εύνοοΰσε άσφαλώς καί ή γεωγραφική θέση τής πόλης στή διασταύρωση τεσσάρων οδικών άρτηριών τής εποχής καί σ’ ένα σημείο τής δυτικής Μακεδονίας, όπου, μαζί μέ τά Σκόπια, τή Βέροια, τήν ’Αχρίδα καί τό Πρίλεπ, έλεγχαν τά περάσματα πρός τή Σερβία, τή Θεσσαλία, τήν Αλβανία καί τήν ’Ήπειρο.
Η σύντομη περιγραφή του περιβάλλοντος τής πόλης δέν μπορεί νά κλείσει χωρίς μιά άναφορά στό εκκλησιαστικό περιβάλλον, τό όποιο παίζει πρωταρχικό ρόλο στή διαμόρφωση τής πόλης τήν εποχή αύτή μέ προεξάρχοντα τόν επίσκοπο, ό όποιος έχει θεωρηθεί προσωπικότητα-κλειδί τοΰ τόπου πού διοικεί, κατέχοντας σημαντική θέση στή διοικητική, οικονομική καί κοινωνική ζωή. Στήν Καστοριά, παρά τήν ένδοια τών πληροφοριών γιά τήν εκκλησιαστική της ιστορία, διαπιστώνουμε τήν ύπαρξη έπισκόπων-έκπροσώπων μιάς ύψηλής κουλτούρας. Στά τέλη του Ιίου άρχές 12ου αίώνα άναφέρεται σέ επιστολή του Θεοφυλάκτου Άχρίδος άνώνυμος επίσκοπος Καστορίας, ό όποιος είχε διαπρέψει στήν Κωνσταντινούπολη λόγψ καί διδασκαλία. Μετά τά μέσα του 12ου αίώνα επίσκοπος Καστορίας άναφέρεται σέ επιστολή φιλικοΰ περιεχομένου τοΰ Γρηγορίου Άντιόχου, ό όποιος ύπηρέτησε στή βασιλική γραμματεία τήν εποχή τοΰ Μανουήλ A’ Κομνηνοΰ καί άλληλογραφοΰσε μέ γνωστούς λογίους καί διδασκάλους τοϋ β’ μισοΰ τοΰ 12ου αιώνα. Μερικές δεκαετίες αργότερα σέ επιστολές του ’Ιωάννη Άποκαύκου καί του Δημητρίου Χωματιανοϋ άναφέρονται επίσης επίσκοποι Καστορίας υψηλής μορφώσεως καί συνδεόμενοι μέ λόγιους κύκλους τής Πρωτεύουσας. Είναι προφανές δτι οί εκκλησιαστικοί αύτοί άρχοντες ύπήρξαν σημαντικοί παράγοντες έπη ρεασμού τής πολιτιστικής ζωής τής πόλης.
Η συμμετοχή τους, καθώς καί αύτή τών κοσμικών άρχόντων, υπήρξε άποφασιστική γιά τήν πορεία ανάπτυξης πού άκολούθησε τήν εποχή τών Κομνημών ή Καστοριά, όχι ώς τόπος εξορίας άλλά ώς χώρος οικονομικής καί πολιτιστικής άνθησης. Επιγραφές καί προσωπογραφικές άναπαραστάσεις διέσωσαν τά ονόματα τών άρχόντων, πού οί τοιχογραφίες-χορηγίες τους στούς αγίους ’Αναργύρους καί τόν αγιο Νικόλαο άποτελοΰν καί τίς πιό σημαντικές μαρτυρίες αυτής τής άνθησης.
Απόσπασμα από τη μελέτη της Ευγενίας Δρακοπούλου: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ
Δελτίον XAE 14 (1987-1988), Περίοδος Δ’• Σελ. 307-314, ΑΘΗΝΑ 1989
"Η πόλη της Καστοριάς τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος - 16ος αι.): ιστορία, τέχνη, επιγραφές"