«ΑΛΦΑ-ΜΗ»: Η γιαγιά η Κάντζια

Posted by : Mr. Blog | 30 Σεπ 2012 | Published in

Με το όνομα Κωνσταντίνα την μύρωσε ο Παπάς στην εκκλησιά του πάνω μαχαλά του χωριού όπου γεννήθηκε η μάνα της μάνας μου.
Τώρα πως έφθασε να την φωνάζουν Κάντζια και στον πάνω και στον κάτω μαχαλά οφείλεται μάλλον στο γεγονός της ιδιωματικής γλωσσικής συμπεριφοράς των κατοίκων της περιοχής να παραφράζουν τα ονόματα στο χαϊδευτικό με τον δικό τους τρόπο.

Και η Γιαγιά η Κάντζια -η μάνα της μάνας μου- όπως και όλες οι γυναίκες του χωριού μεγάλωσε στην σκληρή μοναξιά της αποθεωτικής δουλειάς. Στο χωράφι για τον σπαρτό, το θέρος και το αλώνισμα, στο βουνό για την μάζωξη του ξύλου για ζεστό χειμώνα και το ψήσιμο του ψωμιού, για την εξασφάλιση της τροφής των ζωντανών του χειμώνα με χόρτα και κλαδιά βελανιδιάς, και στον σταύλο για την περιποίησή τους. Στην κουζίνα και γενικά του καθαρού σπιτικού.


Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες μεγάλωσε ηλιόκαυτη και ανεμοθρεμμένη κα έγινε μεστή και ώριμη γυναίκα έτοιμη για αναπαραγωγή έως που έφρασε η στιγμή κάτω από την φροντίδα της μητέρας της, μια και ο πατέρας της κτίστης το επάγγελμα όπως οι περισσότεροι άνδρες του χωριού, παραμάσχαλα τον τουρβά και το σφυρί και το πριόνι ξενιτεύονταν εννέα μήνες τον χρόνο, συμφωνήθηκε η παντριά της, με προξενιό, αφού το να ερωτευτείς εκείνη την εποχή – βάρβαρη για τέτοιο πολιτισμό ήταν καταδικαστέο αμάρτημα, σαν να είχες πνίξει με τα χέρια σου αμούστακο παιδί.
Με τον άνδρα της που τον έβλεπε μόνον τρεις με τέσσερις μήνες τον χρόνο αφού και αυτόν τον έτρωγε η ξενητειά σαν αριστομάστορα στο κτίσιμο της πέτρας, απέκτησε ανάμεσα στις δυο κόρες και έναν γιο που πρόκοψε σπουδαγμένος να φθάσει να γίνει έφορας σε μεγάλη πόλη της Μακεδονίας και να πανδρευτεί από μεγάλο σοϊ γυναίκα που τον κράτησε για πάντα μαζί της και η μάνα του να ζει χωρίς την φροντίδα του.
Άσε που ξόδεψε το περισσότερο βιός από λίρες καζαντισμένες με ποτάμια ιδρώτα με το σφυρί και το πριόνι του πατέρα του που ευτυχώς ο ταλαίπωρος πρόλαβε να δει παντρεμένες τις δυο του κόρες με τα απομεινάρια, η κακιά μοίρα του όμως του οπισε να αφήσει τα κόκαλά του εκεί κατά την μεριά της Ξάνθης αφήνοντάς την χήρα να τον μοιρολογεί με τις δυο κόρες της πάνω στην φωτογραφία του γάμου του αφού η είδηση του χαμού του άργησε να φθάσει με 34 το κουφάρι του φυτεμένο στο χώμα της ξενητειάς.
Έτσι κι αλλιώς την ζωή κοντά στον γιό της την έβλεπε αταίριαστη, δεν την χωρούσε, δεν ήταν για τα μέτρα της, και διάλεξε, όσο μπορούσε, να ζήσει στην μοναξιά του βουβού σπιτιού της. Έλα όμως που ο ψυχικός πόνος και η σκληρή μοναξιά πολύ γρήγορα την κατάντησαν ένα ζαρωμένο απομεινάρι, σαν σκεβρωμένη πόρτα με τα κόκκαλά της να τρίζουν σε κάθε κίνηση του κορμιού της σαν αλάδωτοι σκουριασμένοι μεντεσέδες.
Ως που είδε και απόειδε και βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα σε ποια κόρη να φορτωθεί , σε ποιανής το σπιτικό να αράξει, σε ποιο θε να βρισκε την πιότερη θαλπωρή κι αγόγγυστη αποδοχή.
Στης μεγάλης που είχε μπακάλη άντρα, πιασμένο οικονομικά του πάνω μαχαλά ή στης μικρής του κάτω μαχαλά με τα έξι παιδιά, τρία και τρία, όλα φυτεμένα στην μήτρα της χειμώνα καιρό από τον άντρα της τον ράφτη πού την συμπάθαγε πιότερο και της το έδειχνε φανερά με την συμπεριφορά του.
Ο κατήφορος του κάτω μαχαλά της ταίριαξε, τις κάθε είδους ανηφόρες δεν τις μπόραγε πια, στην ζωή της ανέβηκε πολλές φορές τέτοιες.

Στο σπίτι μας την πρωτοσυνάντησα ένα ζεστό του αλωνάρη απομεσήμερο την ώρα πού όλοι οι άλλοι ήταν στο αλώνι και αποτελείωναν το αλώνισμα της σοδιάς του σταριού,
Ήταν στο καθημερινό με το χωμάτινο πάτωμα με τα αχυρένια στρώματα κατάχαμα στρωμένα να κάθεται σταυροπόδι ακουμπισμένη στα επίσης αχυρένια μεγάλα μαξιλάρια έχοντας στο πλάι της τον μικρότερο από τους έξι αδελφό μου.
Το πρόσωπό της πρόβαλε κάτω από την μαύρη μαντίλα με τα πυκνά κρόσσια που τύλιγε το κεφάλι της , ανάγλυφος σε σμικρογραφία χάρτης με ρυτίδες ίδιες χαρακιές να το οργώνουν και τα μάτια της δύο γαλαζοπράσινες εκφραστικές μεγάλες σταγόνες με τα δύο αυτά χρώματα αρμονικά παντρεμένα στις κόρες τους από το γαλάζιο του Αλιάκμονα και το πράσινο του Γράμμου να εκφράζουν απλόχερα αγάπη πού την ένιωθες να σε αγκαλιάζει με την ζεστασιά της.
Από μια φέτα καρβελιού ψωμιού που κράταγε στην ποδιά της –μαύρη ολόμαλλη με κόκκινες αρμονικά υφασμένες ρίγες—έσπαγε μπουκιά-μπουκιά την ψίχα , την μάσαγε με τα κατάγυμνα από δόντια ούλα της και με το δάκτυλό της το έβαζε στο στόμα που το κρατούσε καρτερικά ανοικτό ο αδελφός μου για να ταΐσει την πείνα του.

Έτσι τον μεγάλωνε για χρόνια αφού είχε αναλάβει την φροντίδα του χωρίς την έννοια αυτήν να έχει η κόρη της που έτρεχε όλη μέρα στις δουλειές. Όσο όμως την έπαιρνε, σύμφωνα και με τις παραγγελίες που της άφηνε η κόρη της, φρόντιζε και το σπίτι χωρίς να αποχωρίζεται από τα μάτια της, ούτε στιγμή τον μικρότερο αδελφό παρά μονάχα όταν κοιμόταν. Σαν ίδιος δε χωροφύλακας αποτελούσε ο αντικατάστατος φρουρός και προστάτης του σπιτιού όταν οι άλλοι έλειπαν στις δουλειές, σαν όμως επέστρεφαν το σούρουπο της ημέρας εύρισκαν ζεστό το φαί του βραδινού πού επιμελούσε..

Ως που ξημέρωσε εκείνο το πρωινό του φθινοπώρου που ξέσπαγε ο Ελληνοϊταλικός στην Αλβανία που γέννησε τόσες και τόσες κακουχίες, την οπισθοχώρηση, την ιταλική και γερμανική κατοχή, την πείνα αλλά και το αντάρτικο με τους πρώτους τριακόσιους του χωριού – μήνα Μάρτιο –να ζώνονται τα κρυμμένα τουφέκια της οπισθοχώρησης για να ριχτούν στην αντίσταση κρατώντας όσο μπορούσαν το χωριό τους ελεύθερο. Οι οργανωμένες ασταμάτητα όμως επιδρομές των Γερμανών ανάγκαζαν πολλές φορές τους κατοίκους να εγκαταλείπουν το χωριό και να κρύβονται στις σπηλιές των βράχων. Μόνον που η μάνα της μάνας μου δεν το κούναγε ούτε ρούπι, έμενε εκεί πιστός φύλακας του σπιτιού της κόρης της, σε όλες τις επιδρομές, ακόμα και σε αυτές που οι Γερμανοί έμπαιναν στο χωριό, όπου σε μία από αυτές πυρπόλησαν χωρίς εξαίρεση τα σπίτια του.
Η γιαγιά η Κάντζια τα κατάφερε να βγει στον δρόμο και δεν κάηκε ολοζώντανη σ’ αυτό. Ποιος όμως ξέρει σαν το είδε λαμπαδιασμένο πώς βρέθηκε στην δημοσιά που οδηγεί στην Καστοριά.

Σαν καταλάγιασε το μεγάλο κακό και γύρισαν στην βάση τους οι Γερμανοί την ψάχνανε για μέρες χαμένη ακόμα και στα αποκαΐδια του σπιτιού. Όμως βρέθηκε νεκρή κάτω από τον δρόμο, στην λεύκα που ακόμα υπάρχει εκεί στην διχάλα της δημοσιάς προς τον πάνω και τον κάτω μαχαλά του κόκκινου βράχου. Δύο σφαίρες της είχαν αφαιρέσει την λίγη που της απέμενε ζωή. Η μία κατάστηθα στο μέρος της καρδιάς και η δεύτερη ποιος ξέρει η χαριστική βολή που εξέφραζε και το μίσος του δολοφόνου στο μέτωπο.

Εκεί την θάψανε στα γρήγορα από την αναγγελία καινούργιας επιδρομής των Γερμανών με τα δυό καρύδια που κράταγε σφιχτά στην μια της χούφτα που ίσως να τα είχε για να ταΐσει τον αγαπημένο της μικρό. Ύστερα από πολύ καιρό όταν χρειάστηκε έψαξαν οι κόρες της να ξεθάψουν τα οστά της από τον πρόχειρο που δεν υπήρχε πια τάφο της, και δεν βρήκαν τίποτα. Οι χειμωνιάτικες φουρτούνες του Αλιάκμονα τα είχε πάρει μαζί του στα ταξίδια του.

Ο μικρός αδελφός, μετανάστης στην Αμερική έδωσε το όνομά της στην μονάκριβη κόρη του για την φροντίδα και την αγάπη που του χάριζε μικρό για να μείνει μόνον στα Μητρώα του Δήμου της Νέας Υόρκης γιατί και εκεί το άλλαξαν χαϊδευτικά σε Κάνυ.
Στο μαρμάρινο πάλι μνημείο του χωριού με τους άλλους εκτελεσθέντες την κατοχή την αναγνωρίζεις από το επίθετο γιατί και εκεί την ονόμασαν, δεν ξέρω γιατί, Χρυσάνθη και όχι Κωνσταντίνα την γιαγιά Κάντζια, την μάνα της μάνας μου.




O συντάκτης του κειμένου, ο οποίος ζει στην Καστοριά,
εξέφρασε την επιθυμία να υπογράψει ως «Άλφα-Μη»

Εφημερίδα Η ΟΔΟΣ