Η ισχυρή ζήτηση στρέφει στα μήλα τους καλλιεργητές της Καστοριάς

Posted by : Mr. Blog | 1 Μαΐ 2014 | Published in

Πρακτική εφαρµογή βρίσκει στην Καστοριά η λαϊκή ρήση «το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» µε τους ντόπιους παραγωγούς να αφουγκράζονται την ισχυρή ζήτηση που υπάρχει για τα µήλα της περιοχής, ιδίως από το εξωτερικό, και να στρέφονται ολοένα και περισσότεροι στη δυναµική καλλιέργεια.
Μόνο φέτος οι νέες φυτέυσεις μηλιάς φθάνουν τα 1.200 με 1.300 στρέμματα, ενδεικτικό της στροφής στην καλλιέργεια.


Ενδεικτικό της τάσης που καταγράφεται είναι το γεγονός ότι µόνο στη χρονιά που «τρέχει» οι νέες φυτεύσεις µηλιάς φθάνουν τα 1.200 – 1.300 στρέµµατα, ενώ άλλα περίπου τόσα φυτεύτηκαν πέρσι. «Το ίδιο προβλέπεται να συµβεί και του χρόνου και εκτιµώ ότι σε τρία χρόνια η παραγωγή µήλων θα υπερβεί τους 50.000 τόνους στο νοµό, µε προοπτική σε µια πενταετία να προσεγγίσει τους 100.000 τόνους», αναφέρει όπως ο πρόεδρος της ΓΕΟΚ ΑΕ, ∆ηµοσθένης Μωϋσίδης, προσθέτοντας ότι «δεν είναι µόνο υφιστάµενοι παραγωγοί που αυξάνουν τα στρέµµατά τους, αλλά και νέοι αγρότες, ακόµη και γουνοποιοί που θέλουν ένα συµπληρωµατικό εισόδηµα».

Το κόστος εγκατάστασης είναι µεταξύ 600-700 ευρώ και 1.300 – 1.500 ευρώ το στρέµµα, ανάλογα µε την πυκνότητα φύτευσης, την ποικιλία και την προέλευση των δενδρυλλίων.

Το σύστηµα που χρησιµοποιείται είναι παλµέτα µε υποστύλωση, ενώ οι πιο προτιµητέες ποικιλίες είναι οι κόκκινες Red Cup, Skarlet και Jeromil και λίγες ανοικτόχρωµες όπως Gala, Golden, Fuji, Jona, οι οποίες αγοράζονται από Γαλλία και Ιταλία.

Προς το παρόν η τοπική παραγωγή µήλων κυµαίνεται στους περίπου 25.000 τόνους, εκ των οποίων τους σχεδόν 15.000 τόνους τους µεταποίησε η ΓΕΟΚ ΑΕ και σε ποσοστό σχεδόν 90% τους εξήγαγε σε Νιγηρία, Αίγυπτο, Λίβανο, Ιορδανία, Ισραήλ, Ρουµανία, Βουλγαρία, Ρωσία και λίγα σε Τατζικιστάν και Κιργιστάν, µε τον παραγωγό να πληρώνεται από 0,35 έως 0,50 ευρώ το κιλό, ανάλογα την ποιότητα.

Με αφορµή τη σχεδιαζόµενη επένδυση, εξάλλου, ο πρόεδρος της ΓΕΟΚ ΑΕ εκφράζει έντονα παράπονα για την περιφέρεια ∆. Μακεδονίας, λέγοντας ότι «δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της µηλιάς, που φέρνει τόσα έσοδα στην τοπική και εθνική οικονοµία». Το ίδιο καυστικός είναι επίσης και µε τις ελεγκτικές αρχές, καθώς όπως λέει δεν κάνουν καλά η δουλειά τους και διάφοροι ιδιώτες έµποροι «αλωνίζουν» στην αγορά, εισάγοντας µήλα από τα Σκόπια, τα οποία «βαφτίζουν» ελληνικά και τα εξάγουν, αφήνοντας ένα µέρος της εγχώριας παραγωγής αδιάθετη.

Επένδυση στην ψύξη ύψους 3 εκατ. ευρώ

Σύµφωνα µε τον κ. Μωϋσίδη, η ΓΕΟΚ σχεδιάζει να δηµιουργήσει νέες σύγχρονες υποδοµές ψύξης 20.000 τόνων, που θα ανοίξουν 200 θέσεις εργασίας. «Η επένδυση είναι 3 εκατ. ευρώ και ήδη αναζητάµε χρηµατοδότηση», εξηγεί και τονίζει ότι σήµερα η ΓΕΟΚ διαθέτει ιδιόκτητα ψυγεία 7-8.000 τόνων και νοικιάζει πρόσθετους ψυκτικούς χώρους σε Κοζάνη, Σκύδρα, Γρεβενά και Καστοριά.

Ο φετινός κύκλος εργασιών της ΓΕΟΚ, που έχει 300 παραγωγούς µετόχους µε 4.000 στρµ. µηλιάς και µέση απόδοση 6 τόνους το στρέµµα- αναµένεται να προσεγγίσει τα 10 εκατ. ευρώ, µαζί µε τις πωλήσεις των κηπευτικών, τα οποία θα παρουσιάσουν τη χαµηλότερη παραγωγή της τελευταίας 15ετίας, στους 1.500 τόνους, κυρίως επειδή δεν πιάνουν τιµή και οι αγρότες τα εγκαταλείπουν.

Αλλάζουν ποικιλίες τα μήλα

Eν τω μεταξύ, στα «χνάρια» των Ευρωπαίων συναδέλφων τους, όσον αφορά τις ποικιλίες της µηλιάς που προτιµούν στις νέες φυτεύσεις, πορεύονται τα τελευταία χρόνια οι µηλοκαλλιεργητές της Ελλάδας, µετατοπίζοντας σταδιακά το ενδιαφέρον τους από την οµάδα των «Red Delicious», που επί σειρά ετών αποτελούσε κυρίαρχη επιλογή, προς τα Fuji, τα Gala και τα Jonagored.

Σύµφωνα µε στοιχεία που παρουσίασε ο γεωπόνος του Ινστιτούτου Φυλλοβόλων ∆έντρων, ∆ρ Θωµάς Σωτηρόπουλος σε ηµερίδα για την καλλιέργεια των µηλοειδών, που οργανώθηκε την Τετάρτη 2 Απριλίου στη ∆ράµα, οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις µηλιάς στην Ελλάδα µέχρι και το 2012 εκτεινόταν σε 135.000 στρέµµατα και η παραγωγή έφτασε τους 251.000 τόνους.

«Από αυτές τις εκτάσεις το 65% των φυτεύσεων ανήκουν στην οµάδα των Red Delicious και ακολουθούν µε 16% η ποικιλία Golden Delicious, µε 12% τα Granny Smith και το υπόλοιπο 7% αφορά διάφορες άλλες ποικιλίες», ανέφερε ο οµιλητής. Ανάλογη είναι η εικόνα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού βάσει στατιστικών, από το 2001 στο 2010, η ποικιλία Fuji αύξησε τον όγκο παραγωγής της κατά 52%, από τους 71.000 τόνους στους 124.000 τόνους, που σηµαίνει ότι το ίδιο διάστηµα αυξήθηκαν και οι φυτεύσεις.

Τη δεύτερη µεγαλύτερη αύξηση κατέγραψε η Pink Lady (+26%), ενώ ακολουθούν Braeburn (+24%), Jonagored (+18%) και Gala (+15%). Μείωση καταγράφουν οι ποικιλίες Jonagold (-8%), Golden Delicious (-4%).

agronews.gr